- πραγματοκρατία
- η филос, реализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πραγματοκρατία — η, Ν (φιλοσ.) ο ρεαλισμός, σε αντιδιαστολή με την ονοματοκρατία, τον νομιναλισμό … Dictionary of Greek
πραγματοκρατία — η (φιλοσ.), γνωσιολογική θεωρία που παραδέχεται πως ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας και είναι όπως τον δίνουν οι αισθήσεις μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματοκρατικός — ή, ό, Ν [πραγματοκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματοκρατία 2. το αρσ. ως ουσ. οπαδός τής θεωρίας τής πραγματοκρατίας … Dictionary of Greek
πραγματολογία — η, Ν 1. πραγματογνωσία 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, ατος + λογία*] … Dictionary of Greek
εννοιοκρατία — η (φιλοσ.), η θεωρία που δέχεται ότι οι έννοιες υπάρχουν μόνο στη συνείδηση αυτού που τις διανοείται, είναι διαφορετικές από τις λέξεις οι οποίες τις εκφράζουν, και δεν είναι απλά ονόματα (ονοματοκρατία, νομιναλισμός) ούτε πραγματικές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματοκρατία: Πραγματοκρατικές απόψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματολογία — η 1. πραγματογνωσία (βλ. λ.). 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεαλισμός — ο (λ. λατιν.), στη φιλοσοφία σημαίνει πραγματοκρατία (βλ. λ.), στην αισθητική σημαίνει πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)